περυσινός

περυσινός
και περσυνός, -ή, -ό / περυσινός και περσυνός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και περσινός, -ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο προηγούμενο έτος, στη χρονιά που πέρασε
νεοελλ.
φρ. «περσινά ξινά σταφύλια» — ασήμαντο, ξεχασμένο θέμα που επανέρχεται στη συζήτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέρυσι πέρσι / πέρσυ + κατάλ. -ινός / -νός. Ο τ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή, perusinuwo = περυσινFός (όπου το F ερμηνεύεται ως επίδραση από το αντίθετο newo = νέος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περυσινός — of last year masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινά — περυσινός of last year neut nom/voc/acc pl περυσινά̱ , περυσινός of last year fem nom/voc/acc dual περυσινά̱ , περυσινός of last year fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινῶν — περυσινός of last year fem gen pl περυσινός of last year masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινόν — περυσινός of last year masc acc sg περυσινός of last year neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσιναῖς — περυσινός of last year fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινοί — περυσινός of last year masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινοῦ — περυσινός of last year masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινούς — περυσινός of last year masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινῆς — περυσινός of last year fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινῇ — περυσινός of last year fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”