- περυσινός
- και περσυνός, -ή, -ό / περυσινός και περσυνός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και περσινός, -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο προηγούμενο έτος, στη χρονιά που πέρασενεοελλ.φρ. «περσινά ξινά σταφύλια» — ασήμαντο, ξεχασμένο θέμα που επανέρχεται στη συζήτηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέρυσι πέρσι / πέρσυ + κατάλ. -ινός / -νός. Ο τ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή, perusinuwo = περυσινFός (όπου το F ερμηνεύεται ως επίδραση από το αντίθετο newo = νέος)].
Dictionary of Greek. 2013.